λοιγός

λοιγός
λοιγός
Grammatical information: m.
Meaning: `ruin, havoc, death' (Il.).
Compounds: As 2. member in βροτο-λοιγός `destroying men' (of Ares; Il.), also in ἀθηρη-λοιγός "consumer of chaff" (?), `winnowing-fan' (Od.).
Derivatives: λοίγιος `destroying, bringing disaster' (Il.), also λοιγήεις, -ής `id.' (Nic.; poet. transformations, cf. Schwyzer 527: 2 and 513: β); λοιγίστρια ὀλοθρεύτρια H.
Origin: IE [Indo-European] [667] *leig- `illness'
Etymology: Prop. agent noun "the destroyer" (cf. Porzig Satzinhalte 307) of a primary verb preserved in Lith. líegti `be very ill, be ailing' (IE *leig-), to which belongs also the zero grade nom. actionis ligà, Latv. liga `illness, plague'; further perh. Alb. lig `bad, meagre' and (with IE *k) OIr. līach `miserable, unhappy'. (Not here ὀλίγος `slight, small' and Arm. aɫk`-at `poor'. - WP. 2, 398, Pok. 667, Fraenkel Wb. s. ligà. Uncertain combinations in Krogmann IF 53, 44ff., Jegers Balt. Etymologien (Comment. Balt. IV--V: 3, Bonn 1958) 20ff., Specht Ursprung 125, 218, 226.
Page in Frisk: 2,134

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λοιγός — ruin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγός — (I) λοιγός, οῡ, ὁ (Α) καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig , η οποία είχε και πρόθημα *o leig . Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • λοιγοῖο — λοιγός ruin masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγοῦ — λοιγός ruin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγόν — λοιγός ruin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • σκυθολοιγός — όν, Μ αυτός που εξολοθρεύει τους Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + λοιγός «καταστροφή, όλεθρος» (πρβλ. βροτο λοιγός)] …   Dictionary of Greek

  • αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • βροτολοιγός — βροτολοιγός, όν (Α) ο ολέθριος για τους θνητούς, εκείνος που αφανίζει ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + λοιγός «καταστροφή, φθορά»] …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • λοίγιος — λοίγιος, ον (Α) [λοιγός (I)] 1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι ἔσεσθαι» νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια ονομασία διαφόρων δηλητηρίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”